- τυτθός
- -όν, θηλ. και -ή, Α1. ο μικρής ηλικίας, μικρός, νεαρός (α. «τυτθὸν ὄντ' ἐν σπαργάνοις», Αισχύλ.β. «τυτθὸν θηρίον ἐντὶ μέλισσα», Θεοκρ.)2. (η αιτ. εν. ουδ. ως επίρρ.) τυτθόνα) (ιδίως για τόπο) λίγο, λιγάκι («ἀνεχάζετο τυτθὸν ὀπίσσω», Ομ. Ιλ.)β) παρά λίγο, σχεδόν, μόλιςγ) (για φωνή) χαμηλόφωνα, σιγανά («τυτθὸν φθεγξαμένη», Ομ. Ιλ.)3. φρ. «τυτθὰ διατέμνω» — κόβω σε μικρά κομμάτια, κομματιάζω (Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστική λ. που ανάγεται στην ίδια ρίζα με τον τ. τυννός* και συνδέεται με τα σουηδ. tutta «μικρό κορίτσι» και αρχ. άνω γερμ. tut(t)a].
Dictionary of Greek. 2013.